Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τειχομαχέω
τειχομάχης
τειχομαχία
τειχομαχικός
τειχομάχος
τειχομελής
τειχοποιέω
τειχοποιία
τειχοποιικός
τειχοποιός
τεῖχος
τειχοσκοπία
τειχοφυλακέω
τειχοφύλαξ
τειχύδριον
τεκμαίρομαι
τεκμαίρω
τέκμαρ
τέκμαρσις
τεκμαρτέος
τεκμαρτικός
View word page
τεῖχος
a wall
ShortDef
a wall
Debugging
Headword:
τεῖχος
Headword (normalized):
τεῖχος
Headword (normalized/stripped):
τειχος
IDX:
87102
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87103
Key:
Data
{'content': 'a wall'}