Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τειχοκρατέω
τειχολέτις
τειχομαχέω
τειχομάχης
τειχομαχία
τειχομαχικός
τειχομάχος
τειχομελής
τειχοποιέω
τειχοποιία
τειχοποιικός
τειχοποιός
τεῖχος
τειχοσκοπία
τειχοφυλακέω
τειχοφύλαξ
τειχύδριον
τεκμαίρομαι
τεκμαίρω
τέκμαρ
τέκμαρσις
View word page
τειχοποιικός
for building walls

ShortDef

for building walls

Debugging

Headword:
τειχοποιικός
Headword (normalized):
τειχοποιικός
Headword (normalized/stripped):
τειχοποιικος
IDX:
87100
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87101
Key:

Data

{'content': 'for building walls'}