Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τειχοκαταλύτης
τειχοκρατέω
τειχολέτις
τειχομαχέω
τειχομάχης
τειχομαχία
τειχομαχικός
τειχομάχος
τειχομελής
τειχοποιέω
τειχοποιία
τειχοποιικός
τειχοποιός
τεῖχος
τειχοσκοπία
τειχοφυλακέω
τειχοφύλαξ
τειχύδριον
τεκμαίρομαι
τεκμαίρω
τέκμαρ
View word page
τειχοποιία
building of walls

ShortDef

building of walls

Debugging

Headword:
τειχοποιία
Headword (normalized):
τειχοποιία
Headword (normalized/stripped):
τειχοποιια
IDX:
87099
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87100
Key:

Data

{'content': 'building of walls'}