Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τειχοδομία
τειχοδόμος
τειχόδομος
τειχοκαταλύτης
τειχοκρατέω
τειχολέτις
τειχομαχέω
τειχομάχης
τειχομαχία
τειχομαχικός
τειχομάχος
τειχομελής
τειχοποιέω
τειχοποιία
τειχοποιικός
τειχοποιός
τεῖχος
τειχοσκοπία
τειχοφυλακέω
τειχοφύλαξ
τειχύδριον
View word page
τειχομάχος
defending a wall

ShortDef

defending a wall

Debugging

Headword:
τειχομάχος
Headword (normalized):
τειχομάχος
Headword (normalized/stripped):
τειχομαχος
IDX:
87096
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87097
Key:

Data

{'content': 'defending a wall'}