Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τειχοδόμημα
τειχοδομία
τειχοδόμος
τειχόδομος
τειχοκαταλύτης
τειχοκρατέω
τειχολέτις
τειχομαχέω
τειχομάχης
τειχομαχία
τειχομαχικός
τειχομάχος
τειχομελής
τειχοποιέω
τειχοποιία
τειχοποιικός
τειχοποιός
τεῖχος
τειχοσκοπία
τειχοφυλακέω
τειχοφύλαξ
View word page
τειχομαχικός
of or for besieging

ShortDef

of or for besieging

Debugging

Headword:
τειχομαχικός
Headword (normalized):
τειχομαχικός
Headword (normalized/stripped):
τειχομαχικος
IDX:
87095
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87096
Key:

Data

{'content': 'of or for besieging'}