Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τειχοδομέω
τειχοδόμημα
τειχοδομία
τειχοδόμος
τειχόδομος
τειχοκαταλύτης
τειχοκρατέω
τειχολέτις
τειχομαχέω
τειχομάχης
τειχομαχία
τειχομαχικός
τειχομάχος
τειχομελής
τειχοποιέω
τειχοποιία
τειχοποιικός
τειχοποιός
τεῖχος
τειχοσκοπία
τειχοφυλακέω
View word page
τειχομαχία
a battle with walls

ShortDef

a battle with walls

Debugging

Headword:
τειχομαχία
Headword (normalized):
τειχομαχία
Headword (normalized/stripped):
τειχομαχια
IDX:
87094
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87095
Key:

Data

{'content': 'a battle with walls'}