Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τειχιστής
τειχοδομέω
τειχοδόμημα
τειχοδομία
τειχοδόμος
τειχόδομος
τειχοκαταλύτης
τειχοκρατέω
τειχολέτις
τειχομαχέω
τειχομάχης
τειχομαχία
τειχομαχικός
τειχομάχος
τειχομελής
τειχοποιέω
τειχοποιία
τειχοποιικός
τειχοποιός
τεῖχος
τειχοσκοπία
View word page
τειχομάχης
storming walls, an engineer
ShortDef
storming walls, an engineer
Debugging
Headword:
τειχομάχης
Headword (normalized):
τειχομάχης
Headword (normalized/stripped):
τειχομαχης
IDX:
87093
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87094
Key:
Data
{'content': 'storming walls, an engineer'}