Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τείχισμα
τειχισμός
τειχιστέον
τειχιστής
τειχοδομέω
τειχοδόμημα
τειχοδομία
τειχοδόμος
τειχόδομος
τειχοκαταλύτης
τειχοκρατέω
τειχολέτις
τειχομαχέω
τειχομάχης
τειχομαχία
τειχομαχικός
τειχομάχος
τειχομελής
τειχοποιέω
τειχοποιία
τειχοποιικός
View word page
τειχοκρατέω
gain possession of a wall

ShortDef

gain possession of a wall

Debugging

Headword:
τειχοκρατέω
Headword (normalized):
τειχοκρατέω
Headword (normalized/stripped):
τειχοκρατεω
IDX:
87090
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87091
Key:

Data

{'content': 'gain possession of a wall'}