Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τειχίζω
τειχικός
τειχιόεις
τειχίον
τείχισις
τείχισμα
τειχισμός
τειχιστέον
τειχιστής
τειχοδομέω
τειχοδόμημα
τειχοδομία
τειχοδόμος
τειχόδομος
τειχοκαταλύτης
τειχοκρατέω
τειχολέτις
τειχομαχέω
τειχομάχης
τειχομαχία
τειχομαχικός
View word page
τειχοδόμημα
wall

ShortDef

wall

Debugging

Headword:
τειχοδόμημα
Headword (normalized):
τειχοδόμημα
Headword (normalized/stripped):
τειχοδομημα
IDX:
87085
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87086
Key:

Data

{'content': 'wall'}