Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τειχάριον
τειχεσιπλήτης
τειχέω
τειχήρης
τειχίζω
τειχικός
τειχιόεις
τειχίον
τείχισις
τείχισμα
τειχισμός
τειχιστέον
τειχιστής
τειχοδομέω
τειχοδόμημα
τειχοδομία
τειχοδόμος
τειχόδομος
τειχοκαταλύτης
τειχοκρατέω
τειχολέτις
View word page
τειχισμός
the work of walling, wall-building

ShortDef

the work of walling, wall-building

Debugging

Headword:
τειχισμός
Headword (normalized):
τειχισμός
Headword (normalized/stripped):
τειχισμος
IDX:
87081
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87082
Key:

Data

{'content': 'the work of walling, wall-building'}