Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τείρω
τείρων
τειχάριον
τειχεσιπλήτης
τειχέω
τειχήρης
τειχίζω
τειχικός
τειχιόεις
τειχίον
τείχισις
τείχισμα
τειχισμός
τειχιστέον
τειχιστής
τειχοδομέω
τειχοδόμημα
τειχοδομία
τειχοδόμος
τειχόδομος
τειχοκαταλύτης
View word page
τείχισις
the work of walling, wall-building

ShortDef

the work of walling, wall-building

Debugging

Headword:
τείχισις
Headword (normalized):
τείχισις
Headword (normalized/stripped):
τειχισις
IDX:
87079
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87080
Key:

Data

{'content': 'the work of walling, wall-building'}