Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τείνω
Τειρεσίας
τεῖρος
τείρω
τείρων
τειχάριον
τειχεσιπλήτης
τειχέω
τειχήρης
τειχίζω
τειχικός
τειχιόεις
τειχίον
τείχισις
τείχισμα
τειχισμός
τειχιστέον
τειχιστής
τειχοδομέω
τειχοδόμημα
τειχοδομία
View word page
τειχικός
corona vallaris
ShortDef
corona vallaris
Debugging
Headword:
τειχικός
Headword (normalized):
τειχικός
Headword (normalized/stripped):
τειχικος
IDX:
87076
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87077
Key:
Data
{'content': 'corona vallaris'}