Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τεθρυμμένως
τεῖδε
τεῖνδε
τεινεσμός
τεινεσμώδης
τείνω
Τειρεσίας
τεῖρος
τείρω
τείρων
τειχάριον
τειχεσιπλήτης
τειχέω
τειχήρης
τειχίζω
τειχικός
τειχιόεις
τειχίον
τείχισις
τείχισμα
τειχισμός
View word page
τειχάριον
wall
ShortDef
wall
Debugging
Headword:
τειχάριον
Headword (normalized):
τειχάριον
Headword (normalized/stripped):
τειχαριον
IDX:
87071
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87072
Key:
Data
{'content': 'wall'}