Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τεθρυλημένως
τεθρυμμένως
τεῖδε
τεῖνδε
τεινεσμός
τεινεσμώδης
τείνω
Τειρεσίας
τεῖρος
τείρω
τείρων
τειχάριον
τειχεσιπλήτης
τειχέω
τειχήρης
τειχίζω
τειχικός
τειχιόεις
τειχίον
τείχισις
τείχισμα
View word page
τείρων
tiro, recruit

ShortDef

tiro, recruit

Debugging

Headword:
τείρων
Headword (normalized):
τείρων
Headword (normalized/stripped):
τειρων
IDX:
87070
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87071
Key:

Data

{'content': 'tiro, recruit'}