Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τεθριπποβάτης
τέθριππος
τεθριπποτροφέω
τεθριπποτρόφος
Τεθρίς
τεθρυλημένως
τεθρυμμένως
τεῖδε
τεῖνδε
τεινεσμός
τεινεσμώδης
τείνω
Τειρεσίας
τεῖρος
τείρω
τείρων
τειχάριον
τειχεσιπλήτης
τειχέω
τειχήρης
τειχίζω
View word page
τεινεσμώδης
like a τεινεσμός

ShortDef

like a τεινεσμός

Debugging

Headword:
τεινεσμώδης
Headword (normalized):
τεινεσμώδης
Headword (normalized/stripped):
τεινεσμωδης
IDX:
87065
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87066
Key:

Data

{'content': 'like a τεινεσμός'}