Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τεθριπποβάμων
τεθριπποβάτης
τέθριππος
τεθριπποτροφέω
τεθριπποτρόφος
Τεθρίς
τεθρυλημένως
τεθρυμμένως
τεῖδε
τεῖνδε
τεινεσμός
τεινεσμώδης
τείνω
Τειρεσίας
τεῖρος
τείρω
τείρων
τειχάριον
τειχεσιπλήτης
τειχέω
τειχήρης
View word page
τεινεσμός
a vain endeavour to evacuate
ShortDef
a vain endeavour to evacuate
Debugging
Headword:
τεινεσμός
Headword (normalized):
τεινεσμός
Headword (normalized/stripped):
τεινεσμος
IDX:
87064
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87065
Key:
Data
{'content': 'a vain endeavour to evacuate'}