Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τεθορυβημένως
τεθράϊος
τεθριππεύω
τεθριπποβάμων
τεθριπποβάτης
τέθριππος
τεθριπποτροφέω
τεθριπποτρόφος
Τεθρίς
τεθρυλημένως
τεθρυμμένως
τεῖδε
τεῖνδε
τεινεσμός
τεινεσμώδης
τείνω
Τειρεσίας
τεῖρος
τείρω
τείρων
τειχάριον
View word page
τεθρυμμένως
wantonly, effeminately

ShortDef

wantonly, effeminately

Debugging

Headword:
τεθρυμμένως
Headword (normalized):
τεθρυμμένως
Headword (normalized/stripped):
τεθρυμμενως
IDX:
87061
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87062
Key:

Data

{'content': 'wantonly, effeminately'}