Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τεθνακοχαλκίδας
τεθορυβημένως
τεθράϊος
τεθριππεύω
τεθριπποβάμων
τεθριπποβάτης
τέθριππος
τεθριπποτροφέω
τεθριπποτρόφος
Τεθρίς
τεθρυλημένως
τεθρυμμένως
τεῖδε
τεῖνδε
τεινεσμός
τεινεσμώδης
τείνω
Τειρεσίας
τεῖρος
τείρω
τείρων
View word page
τεθρυλημένως
as is well known

ShortDef

as is well known

Debugging

Headword:
τεθρυλημένως
Headword (normalized):
τεθρυλημένως
Headword (normalized/stripped):
τεθρυλημενως
IDX:
87060
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87061
Key:

Data

{'content': 'as is well known'}