Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τεθαρρηκότως
τέθηπα
τέθμιος
τεθμός
τεθνακοχαλκίδας
τεθορυβημένως
τεθράϊος
τεθριππεύω
τεθριπποβάμων
τεθριπποβάτης
τέθριππος
τεθριπποτροφέω
τεθριπποτρόφος
Τεθρίς
τεθρυλημένως
τεθρυμμένως
τεῖδε
τεῖνδε
τεινεσμός
τεινεσμώδης
τείνω
View word page
τέθριππος
with four horses abreast, four-horsed

ShortDef

with four horses abreast, four-horsed

Debugging

Headword:
τέθριππος
Headword (normalized):
τέθριππος
Headword (normalized/stripped):
τεθριππος
IDX:
87056
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87057
Key:

Data

{'content': 'with four horses abreast, four-horsed'}