Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Τεγεατικός
Τεγεᾶτις
Τεγέη
τέγεος
τεγκτός
τέγξις
τέγος
τεθαρρηκότως
τέθηπα
τέθμιος
τεθμός
τεθνακοχαλκίδας
τεθορυβημένως
τεθράϊος
τεθριππεύω
τεθριπποβάμων
τεθριπποβάτης
τέθριππος
τεθριπποτροφέω
τεθριπποτρόφος
Τεθρίς
View word page
τεθμός
a law, custom
ShortDef
a law, custom
Debugging
Headword:
τεθμός
Headword (normalized):
τεθμός
Headword (normalized/stripped):
τεθμος
IDX:
87049
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87050
Key:
Data
{'content': 'a law, custom'}