Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ταχυτόκος
ταχυφθίμενος
ταχυφυής
ταχύφωνος
ταχύχειρ
ταχυχειρία
ταωνικός
ταώνιος
ταώς
τε
τέγγω
Τεγέα
Τεγεάτης
Τεγεατικός
Τεγεᾶτις
Τεγέη
τέγεος
τεγκτός
τέγξις
τέγος
τεθαρρηκότως
View word page
τέγγω
to wet, moisten
ShortDef
to wet, moisten
Debugging
Headword:
τέγγω
Headword (normalized):
τέγγω
Headword (normalized/stripped):
τεγγω
IDX:
87036
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87037
Key:
Data
{'content': 'to wet, moisten'}