Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ταχύρροος
ταχύρρωστος
ταχύς
ταχυστροφάλιγξ
ταχυτάς
ταχύτεκνος
ταχυτής
ταχυτόκος
ταχυφθίμενος
ταχυφυής
ταχύφωνος
ταχύχειρ
ταχυχειρία
ταωνικός
ταώνιος
ταώς
τε
τέγγω
Τεγέα
Τεγεάτης
Τεγεατικός
View word page
ταχύφωνος
fastspeaking

ShortDef

fastspeaking

Debugging

Headword:
ταχύφωνος
Headword (normalized):
ταχύφωνος
Headword (normalized/stripped):
ταχυφωνος
IDX:
87029
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87030
Key:

Data

{'content': 'fastspeaking'}