Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ταχύποτμος
ταχύπους
ταχύπτερνος
ταχυπτερορρυέω
ταχύπτερος
ταχύπωλος
ταχύρροθος
ταχύρροος
ταχύρρωστος
ταχύς
ταχυστροφάλιγξ
ταχυτάς
ταχύτεκνος
ταχυτής
ταχυτόκος
ταχυφθίμενος
ταχυφυής
ταχύφωνος
ταχύχειρ
ταχυχειρία
ταωνικός
View word page
ταχυστροφάλιγξ
quickly turning

ShortDef

quickly turning

Debugging

Headword:
ταχυστροφάλιγξ
Headword (normalized):
ταχυστροφάλιγξ
Headword (normalized/stripped):
ταχυστροφαλιγξ
IDX:
87022
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87023
Key:

Data

{'content': 'quickly turning'}