Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ταχύπομπος
ταχύπορος
ταχύποτμος
ταχύπους
ταχύπτερνος
ταχυπτερορρυέω
ταχύπτερος
ταχύπωλος
ταχύρροθος
ταχύρροος
ταχύρρωστος
ταχύς
ταχυστροφάλιγξ
ταχυτάς
ταχύτεκνος
ταχυτής
ταχυτόκος
ταχυφθίμενος
ταχυφυής
ταχύφωνος
ταχύχειρ
View word page
ταχύρρωστος
swift-rushing

ShortDef

swift-rushing

Debugging

Headword:
ταχύρρωστος
Headword (normalized):
ταχύρρωστος
Headword (normalized/stripped):
ταχυρρωστος
IDX:
87020
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87021
Key:

Data

{'content': 'swift-rushing'}