Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ταχυπλοΐα
ταχύπλοος
ταχυπνοέω
ταχύπνοια
ταχύπομπος
ταχύπορος
ταχύποτμος
ταχύπους
ταχύπτερνος
ταχυπτερορρυέω
ταχύπτερος
ταχύπωλος
ταχύρροθος
ταχύρροος
ταχύρρωστος
ταχύς
ταχυστροφάλιγξ
ταχυτάς
ταχύτεκνος
ταχυτής
ταχυτόκος
View word page
ταχύπτερος
swift-winged
ShortDef
swift-winged
Debugging
Headword:
ταχύπτερος
Headword (normalized):
ταχύπτερος
Headword (normalized/stripped):
ταχυπτερος
IDX:
87016
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87017
Key:
Data
{'content': 'swift-winged'}