Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ταχυπλοέω
ταχυπλοΐα
ταχύπλοος
ταχυπνοέω
ταχύπνοια
ταχύπομπος
ταχύπορος
ταχύποτμος
ταχύπους
ταχύπτερνος
ταχυπτερορρυέω
ταχύπτερος
ταχύπωλος
ταχύρροθος
ταχύρροος
ταχύρρωστος
ταχύς
ταχυστροφάλιγξ
ταχυτάς
ταχύτεκνος
ταχυτής
View word page
ταχυπτερορρυέω
moult quickly

ShortDef

moult quickly

Debugging

Headword:
ταχυπτερορρυέω
Headword (normalized):
ταχυπτερορρυέω
Headword (normalized/stripped):
ταχυπτερορρυεω
IDX:
87015
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87016
Key:

Data

{'content': 'moult quickly'}