Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ταχυπαθής
ταχυπειθής
ταχυπέτης
ταχυπλοέω
ταχυπλοΐα
ταχύπλοος
ταχυπνοέω
ταχύπνοια
ταχύπομπος
ταχύπορος
ταχύποτμος
ταχύπους
ταχύπτερνος
ταχυπτερορρυέω
ταχύπτερος
ταχύπωλος
ταχύρροθος
ταχύρροος
ταχύρρωστος
ταχύς
ταχυστροφάλιγξ
View word page
ταχύποτμος
short-lived

ShortDef

short-lived

Debugging

Headword:
ταχύποτμος
Headword (normalized):
ταχύποτμος
Headword (normalized/stripped):
ταχυποτμος
IDX:
87012
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87013
Key:

Data

{'content': 'short-lived'}