Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ταχυναυτέω
ταχύνω
ταχυπαθής
ταχυπειθής
ταχυπέτης
ταχυπλοέω
ταχυπλοΐα
ταχύπλοος
ταχυπνοέω
ταχύπνοια
ταχύπομπος
ταχύπορος
ταχύποτμος
ταχύπους
ταχύπτερνος
ταχυπτερορρυέω
ταχύπτερος
ταχύπωλος
ταχύρροθος
ταχύρροος
ταχύρρωστος
View word page
ταχύπομπος
quick-sailing
ShortDef
quick-sailing
Debugging
Headword:
ταχύπομπος
Headword (normalized):
ταχύπομπος
Headword (normalized/stripped):
ταχυπομπος
IDX:
87010
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87011
Key:
Data
{'content': 'quick-sailing'}