Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀντιθύω
ἀντικαθαιρέω
ἀντικαθέζομαι
ἀντικαθεύδω
ἀντικάθημαι
ἀντικαθίζομαι
ἀντικαθίστημι
ἀντικαίω
ἀντικακουργέω
ἀντικαλέω
ἀντικαλλωπίζομαι
ἀντικάνθαρον
ἀντικάρδιον
ἀντικαρτερέω
ἀντικαταβάλλω
ἀντικατάγω
ἀντικαταδύνω
ἀντικαταδύομαι
ἀντικατάδυσις
ἀντικαταθνῄσκω
ἀντικατακλείω
View word page
ἀντικαλλωπίζομαι
adorn oneself in rivalry with
ShortDef
adorn oneself in rivalry with
Debugging
Headword:
ἀντικαλλωπίζομαι
Headword (normalized):
ἀντικαλλωπίζομαι
Headword (normalized/stripped):
αντικαλλωπιζομαι
IDX:
8700
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8701
Key:
Data
{'content': 'adorn oneself in rivalry with'}