Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ταχύμορος
ταχύμυθος
ταχυναυτέω
ταχύνω
ταχυπαθής
ταχυπειθής
ταχυπέτης
ταχυπλοέω
ταχυπλοΐα
ταχύπλοος
ταχυπνοέω
ταχύπνοια
ταχύπομπος
ταχύπορος
ταχύποτμος
ταχύπους
ταχύπτερνος
ταχυπτερορρυέω
ταχύπτερος
ταχύπωλος
ταχύρροθος
View word page
ταχυπνοέω
breathe quickly
ShortDef
breathe quickly
Debugging
Headword:
ταχυπνοέω
Headword (normalized):
ταχυπνοέω
Headword (normalized/stripped):
ταχυπνοεω
IDX:
87008
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87009
Key:
Data
{'content': 'breathe quickly'}