Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ταχυκίνητος
ταχυκρίσιμος
ταχυμαθής
ταχυμάχης
ταχυμετάβολος
ταχύμηνις
ταχύμορος
ταχύμυθος
ταχυναυτέω
ταχύνω
ταχυπαθής
ταχυπειθής
ταχυπέτης
ταχυπλοέω
ταχυπλοΐα
ταχύπλοος
ταχυπνοέω
ταχύπνοια
ταχύπομπος
ταχύπορος
ταχύποτμος
View word page
ταχυπαθής
soon affected
ShortDef
soon affected
Debugging
Headword:
ταχυπαθής
Headword (normalized):
ταχυπαθής
Headword (normalized/stripped):
ταχυπαθης
IDX:
87002
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87003
Key:
Data
{'content': 'soon affected'}