Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ταχυδρόμος
ταχυειλής
ταχυεργής
ταχυεργία
ταχυεργός
ταχυήρης
ταχυθανασία
ταχυθάνατος
ταχύιππος
ταχυκάρδιος
ταχυκατάφορος
ταχυκίνησις
ταχυκίνητος
ταχυκρίσιμος
ταχυμαθής
ταχυμάχης
ταχυμετάβολος
ταχύμηνις
ταχύμορος
ταχύμυθος
ταχυναυτέω
View word page
ταχυκατάφορος
setting rapidly

ShortDef

setting rapidly

Debugging

Headword:
ταχυκατάφορος
Headword (normalized):
ταχυκατάφορος
Headword (normalized/stripped):
ταχυκαταφορος
IDX:
86990
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86991
Key:

Data

{'content': 'setting rapidly'}