Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ταχυδρομία
ταχυδρόμος
ταχυειλής
ταχυεργής
ταχυεργία
ταχυεργός
ταχυήρης
ταχυθανασία
ταχυθάνατος
ταχύιππος
ταχυκάρδιος
ταχυκατάφορος
ταχυκίνησις
ταχυκίνητος
ταχυκρίσιμος
ταχυμαθής
ταχυμάχης
ταχυμετάβολος
ταχύμηνις
ταχύμορος
ταχύμυθος
View word page
ταχυκάρδιος
hasty in spirit

ShortDef

hasty in spirit

Debugging

Headword:
ταχυκάρδιος
Headword (normalized):
ταχυκάρδιος
Headword (normalized/stripped):
ταχυκαρδιος
IDX:
86989
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86990
Key:

Data

{'content': 'hasty in spirit'}