Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ταχυγράφος
ταχυδαής
ταχύδακρυς
ταχυδινής
ταχυδρομέω
ταχυδρομία
ταχυδρόμος
ταχυειλής
ταχυεργής
ταχυεργία
ταχυεργός
ταχυήρης
ταχυθανασία
ταχυθάνατος
ταχύιππος
ταχυκάρδιος
ταχυκατάφορος
ταχυκίνησις
ταχυκίνητος
ταχυκρίσιμος
ταχυμαθής
View word page
ταχυεργός
working quickly
ShortDef
working quickly
Debugging
Headword:
ταχυεργός
Headword (normalized):
ταχυεργός
Headword (normalized/stripped):
ταχυεργος
IDX:
86984
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86985
Key:
Data
{'content': 'working quickly'}