Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ταχύγλωσσος
ταχυγονία
ταχύγονος
ταχυγράφος
ταχυδαής
ταχύδακρυς
ταχυδινής
ταχυδρομέω
ταχυδρομία
ταχυδρόμος
ταχυειλής
ταχυεργής
ταχυεργία
ταχυεργός
ταχυήρης
ταχυθανασία
ταχυθάνατος
ταχύιππος
ταχυκάρδιος
ταχυκατάφορος
ταχυκίνησις
View word page
ταχυειλής
quick-lipped

ShortDef

quick-lipped

Debugging

Headword:
ταχυειλής
Headword (normalized):
ταχυειλής
Headword (normalized/stripped):
ταχυειλης
IDX:
86981
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86982
Key:

Data

{'content': 'quick-lipped'}