Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ταχύγηρος
ταχύγλωσσος
ταχυγονία
ταχύγονος
ταχυγράφος
ταχυδαής
ταχύδακρυς
ταχυδινής
ταχυδρομέω
ταχυδρομία
ταχυδρόμος
ταχυειλής
ταχυεργής
ταχυεργία
ταχυεργός
ταχυήρης
ταχυθανασία
ταχυθάνατος
ταχύιππος
ταχυκάρδιος
ταχυκατάφορος
View word page
ταχυδρόμος
fast-running
ShortDef
fast-running
Debugging
Headword:
ταχυδρόμος
Headword (normalized):
ταχυδρόμος
Headword (normalized/stripped):
ταχυδρομος
IDX:
86980
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86981
Key:
Data
{'content': 'fast-running'}