Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ταχινός
τάχος
ταχυάλωτος
ταχυβάμων
ταχυβάτης
ταχυβλαστία
ταχύβλαστος
ταχύβουλος
ταχύγαμος
ταχύγηρος
ταχύγλωσσος
ταχυγονία
ταχύγονος
ταχυγράφος
ταχυδαής
ταχύδακρυς
ταχυδινής
ταχυδρομέω
ταχυδρομία
ταχυδρόμος
ταχυειλής
View word page
ταχύγλωσσος
quick of tongue, talking fast

ShortDef

quick of tongue, talking fast

Debugging

Headword:
ταχύγλωσσος
Headword (normalized):
ταχύγλωσσος
Headword (normalized/stripped):
ταχυγλωσσος
IDX:
86971
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86972
Key:

Data

{'content': 'quick of tongue, talking fast'}