Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τάχα
ταχίζω
ταχίνας
ταχινός
τάχος
ταχυάλωτος
ταχυβάμων
ταχυβάτης
ταχυβλαστία
ταχύβλαστος
ταχύβουλος
ταχύγαμος
ταχύγηρος
ταχύγλωσσος
ταχυγονία
ταχύγονος
ταχυγράφος
ταχυδαής
ταχύδακρυς
ταχυδινής
ταχυδρομέω
View word page
ταχύβουλος
hasty in counsel

ShortDef

hasty in counsel

Debugging

Headword:
ταχύβουλος
Headword (normalized):
ταχύβουλος
Headword (normalized/stripped):
ταχυβουλος
IDX:
86968
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86969
Key:

Data

{'content': 'hasty in counsel'}