Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τάφρη
ταφροβολέω
ταφροειδής
ταφροποιέω
τάφρος
ταφρωρύχος
τάφρωσις
τάχα
ταχίζω
ταχίνας
ταχινός
τάχος
ταχυάλωτος
ταχυβάμων
ταχυβάτης
ταχυβλαστία
ταχύβλαστος
ταχύβουλος
ταχύγαμος
ταχύγηρος
ταχύγλωσσος
View word page
ταχινός
quick
ShortDef
quick
Debugging
Headword:
ταχινός
Headword (normalized):
ταχινός
Headword (normalized/stripped):
ταχινος
IDX:
86961
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86962
Key:
Data
{'content': 'quick'}