Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ταφρευτής
ταφρεύω
τάφρη
ταφροβολέω
ταφροειδής
ταφροποιέω
τάφρος
ταφρωρύχος
τάφρωσις
τάχα
ταχίζω
ταχίνας
ταχινός
τάχος
ταχυάλωτος
ταχυβάμων
ταχυβάτης
ταχυβλαστία
ταχύβλαστος
ταχύβουλος
ταχύγαμος
View word page
ταχίζω
make swift

ShortDef

make swift

Debugging

Headword:
ταχίζω
Headword (normalized):
ταχίζω
Headword (normalized/stripped):
ταχιζω
IDX:
86959
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86960
Key:

Data

{'content': 'make swift'}