Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀντιθρηνέω
ἀντίθροος
ἀντιθρῴσκω
ἀντιθυμόομαι
ἀντίθυρος
ἀντιθύω
ἀντικαθαιρέω
ἀντικαθέζομαι
ἀντικαθεύδω
ἀντικάθημαι
ἀντικαθίζομαι
ἀντικαθίστημι
ἀντικαίω
ἀντικακουργέω
ἀντικαλέω
ἀντικαλλωπίζομαι
ἀντικάνθαρον
ἀντικάρδιον
ἀντικαρτερέω
ἀντικαταβάλλω
ἀντικατάγω
View word page
ἀντικαθίζομαι
to sit over against one another, of armies or fleets

ShortDef

to sit over against one another, of armies or fleets

Debugging

Headword:
ἀντικαθίζομαι
Headword (normalized):
ἀντικαθίζομαι
Headword (normalized/stripped):
αντικαθιζομαι
IDX:
8695
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8696
Key:

Data

{'content': 'to sit over against one another, of armies or fleets'}