Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τάφος2
ταφρεία
τάφρευμα
τάφρευσις
ταφρευτής
ταφρεύω
τάφρη
ταφροβολέω
ταφροειδής
ταφροποιέω
τάφρος
ταφρωρύχος
τάφρωσις
τάχα
ταχίζω
ταχίνας
ταχινός
τάχος
ταχυάλωτος
ταχυβάμων
ταχυβάτης
View word page
τάφρος
a ditch, trench

ShortDef

a ditch, trench

Debugging

Headword:
τάφρος
Headword (normalized):
τάφρος
Headword (normalized/stripped):
ταφρος
IDX:
86955
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86956
Key:

Data

{'content': 'a ditch, trench'}