Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τάφος
τάφος2
ταφρεία
τάφρευμα
τάφρευσις
ταφρευτής
ταφρεύω
τάφρη
ταφροβολέω
ταφροειδής
ταφροποιέω
τάφρος
ταφρωρύχος
τάφρωσις
τάχα
ταχίζω
ταχίνας
ταχινός
τάχος
ταχυάλωτος
ταχυβάμων
View word page
ταφροποιέω
make a trench for besieging
ShortDef
make a trench for besieging
Debugging
Headword:
ταφροποιέω
Headword (normalized):
ταφροποιέω
Headword (normalized/stripped):
ταφροποιεω
IDX:
86954
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86955
Key:
Data
{'content': 'make a trench for besieging'}