Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Τάφιος
ταφοειδής
τάφος
τάφος2
ταφρεία
τάφρευμα
τάφρευσις
ταφρευτής
ταφρεύω
τάφρη
ταφροβολέω
ταφροειδής
ταφροποιέω
τάφρος
ταφρωρύχος
τάφρωσις
τάχα
ταχίζω
ταχίνας
ταχινός
τάχος
View word page
ταφροβολέω
fossam duco

ShortDef

fossam duco

Debugging

Headword:
ταφροβολέω
Headword (normalized):
ταφροβολέω
Headword (normalized/stripped):
ταφροβολεω
IDX:
86952
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86953
Key:

Data

{'content': 'fossam duco'}