Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Τάφιοι
τάφιος
Τάφιος
ταφοειδής
τάφος
τάφος2
ταφρεία
τάφρευμα
τάφρευσις
ταφρευτής
ταφρεύω
τάφρη
ταφροβολέω
ταφροειδής
ταφροποιέω
τάφρος
ταφρωρύχος
τάφρωσις
τάχα
ταχίζω
ταχίνας
View word page
ταφρεύω
to make a ditch

ShortDef

to make a ditch

Debugging

Headword:
ταφρεύω
Headword (normalized):
ταφρεύω
Headword (normalized/stripped):
ταφρευω
IDX:
86950
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86951
Key:

Data

{'content': 'to make a ditch'}