Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ταφή
ταφήϊος
ταφικόν
Τάφιοι
τάφιος
Τάφιος
ταφοειδής
τάφος
τάφος2
ταφρεία
τάφρευμα
τάφρευσις
ταφρευτής
ταφρεύω
τάφρη
ταφροβολέω
ταφροειδής
ταφροποιέω
τάφρος
ταφρωρύχος
τάφρωσις
View word page
τάφρευμα
ditch

ShortDef

ditch

Debugging

Headword:
τάφρευμα
Headword (normalized):
τάφρευμα
Headword (normalized/stripped):
ταφρευμα
IDX:
86947
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86948
Key:

Data

{'content': 'ditch'}