Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ταφεών
ταφή
ταφήϊος
ταφικόν
Τάφιοι
τάφιος
Τάφιος
ταφοειδής
τάφος
τάφος2
ταφρεία
τάφρευμα
τάφρευσις
ταφρευτής
ταφρεύω
τάφρη
ταφροβολέω
ταφροειδής
ταφροποιέω
τάφρος
ταφρωρύχος
View word page
ταφρεία
a making of ditches

ShortDef

a making of ditches

Debugging

Headword:
ταφρεία
Headword (normalized):
ταφρεία
Headword (normalized/stripped):
ταφρεια
IDX:
86946
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86947
Key:

Data

{'content': 'a making of ditches'}