Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ταφεύς
ταφεών
ταφή
ταφήϊος
ταφικόν
Τάφιοι
τάφιος
Τάφιος
ταφοειδής
τάφος
τάφος2
ταφρεία
τάφρευμα
τάφρευσις
ταφρευτής
ταφρεύω
τάφρη
ταφροβολέω
ταφροειδής
ταφροποιέω
τάφρος
View word page
τάφος2
astonishment, amazement

ShortDef

a burial, funeral
astonishment, amazement

Debugging

Headword:
τάφος2
Headword (normalized):
τάφος
Headword (normalized/stripped):
ταφος2
IDX:
86945
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86946
Key:

Data

{'content': 'astonishment, amazement'}