Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ταφεῖος
ταφεύς
ταφεών
ταφή
ταφήϊος
ταφικόν
Τάφιοι
τάφιος
Τάφιος
ταφοειδής
τάφος
τάφος2
ταφρεία
τάφρευμα
τάφρευσις
ταφρευτής
ταφρεύω
τάφρη
ταφροβολέω
ταφροειδής
ταφροποιέω
View word page
τάφος
a burial, funeral
ShortDef
a burial, funeral
astonishment, amazement
Debugging
Headword:
τάφος
Headword (normalized):
τάφος
Headword (normalized/stripped):
ταφος
IDX:
86944
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86945
Key:
Data
{'content': 'a burial, funeral'}