Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ταὐτώνυμος
τάφειμα
ταφεῖν
ταφεῖος
ταφεύς
ταφεών
ταφή
ταφήϊος
ταφικόν
Τάφιοι
τάφιος
Τάφιος
ταφοειδής
τάφος
τάφος2
ταφρεία
τάφρευμα
τάφρευσις
ταφρευτής
ταφρεύω
τάφρη
View word page
τάφιος
a grave
ShortDef
a grave
Taphius (pr.n.), of Taphos
Debugging
Headword:
τάφιος
Headword (normalized):
τάφιος
Headword (normalized/stripped):
ταφιος
IDX:
86941
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86942
Key:
Data
{'content': 'a grave'}